- ἀποκλίνουσα
- ἀποκλί̱νουσα , ἀποκλίνωturn offpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπεριφορά — η, ΝΑ [συμπεριφέρὦ, ομαι] νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή 2. (βιολ. ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες τού περιβάλλοντος 3. φρ. α) … Dictionary of Greek
αμοργίς — ἀμοργὶς ( ίδος), η (Α) [Ἀμοργός] 1. λεπτό λινάρι που κατά την αρχαιότητα καλλιεργούσαν στην Αμοργό 2. κατ’ αποκλίνουσα ερμηνεία, ο βλαστός (το κοτσάνι) τής μολόχας, που στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην υφαντουργία σαν καννάβι ή λινάρι.… … Dictionary of Greek
βλαισός — ή, ό (Α βλαισός, ή, όν) χαρακτηρισμός κάθε μέλους που παρουσιάζει κύρτωση με τη γωνία ανοιχτή προς τα έξω («βλαισό γόνατο», «βλαισός μεγάλος δάκτυλος του ποδιού») αρχ. 1. αυτός που συστρέφεται, που δεν εκτείνεται σε ευθεία γραμμή («βλαισός… … Dictionary of Greek
δέσμη — Σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συγκρατούνται με περιτύλιγμα ή δεσμό· ορμαθός, πακέτο, χούφτα. (Μαθημ.) Οικογένεια καμπύλων στο επίπεδο ή επιφανειών στον χώρο, που συνδέονται γραμμικά με τις παραμέτρους. Για παράδειγμα, μια δ. γραμμών στο επίπεδο… … Dictionary of Greek
είδω — εἴδω (Α) Ι. 1. βλέπω, κοιτάζω, διακρίνω 2. (με επίταση) επιτηρώ, φυλάσσω, παρατηρώ 3. αντιλαμβάνομαι 4. εξετάζω, ερευνώ 5. συναντώ, μιλώ με κάποιον 6. δοκιμάζω, απολαμβάνω 7. μέσ. εἴδομαι α) φαίνομαι, φαίνομαι ότι β) προσποιούμαι, καμώνομαι 8.… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
εξαερωτής ή καρμπιρατέρ — Μηχανικό όργανο που παρέχει και αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα κατά την τροφοδοσία των κινητήρων εσωτερικής καύσης, με ανάφλεξη μέσω σπινθήρα. Παλαιότερα ονομαζόταν αναμείκτης ανθρακωτής ή αναμεικτήρας. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980 η… … Dictionary of Greek
Σίλαρντ, Λέο — (Szilard). Αμερικανός φυσικός ουγγρικής καταγωγής (Βουδαπέστη 1898 Λα Γιόλα, Καλιφόρνια 1964). Σπούδασε στο Βερολίνο (1922) και αφοσιώθηκε στην επιστημονική έρευνα. Οι ναζιστικές διώξεις τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη Γερμανία, μετανάστευσε… … Dictionary of Greek
αποκλίνω — αποκλίνω, απέκλινα βλ. πίν. 172 Σημειώσεις: αποκλίνω : στην επιστημονική ορολογία χρησιμοποιείται και η λόγια μτχ. ενεστώτα (π.χ. αποκλίνουσα νόηση) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής